- εξαγορευτικός
- ἐξαγορευτικός, -ή, -όν (Α) [εξαγορεύω]ο αρμόδιος να εκφράσει ή να ερμηνεύσει κάτι («καὶ τῶν ἐννοηθέντων ἐξαγορευτική, καὶ τῶν ἀφανῶν σαγηνευτική [επιστήμη], Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαγορευτική — ἐξαγορευτικός fit to tell fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)